συμμετοικίζομαι

συμμετοικίζομαι
ΜΑ
αλλάζω τόπο διαμονής μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μετοικίζομαι «μεταναστεύω» (< μέτοικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμμετοικιζομένης — συμμετοικίζομαι migrate pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετοικισθέντες — συμμετοικίζομαι migrate aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”